- κρανοφόρος
- -α, -οαυτός που φορά κράνος: Κρανοφόροι αστυφύλακες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρανοφόρος — ο αυτός που φορά κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, τυφεκιο φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… … Dictionary of Greek